ἐπήβολος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἐπήβολος | τὸ ἐπήβολον | οἱ, αἱ ἐπήβολοι | τὰ ἐπήβολα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἐπηβόλου | τοῦ ἐπηβόλου | τῶν ἐπηβόλων | τῶν ἐπηβόλων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἐπηβόλῳ | τῷ ἐπηβόλῳ | τοῖς, ταῖς ἐπηβόλοις | τοῖς ἐπηβόλοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἐπήβολον | τὸ ἐπήβολον | τοὺς, τὰς ἐπηβόλους | τὰ ἐπήβολα |
Κλητική | ἐπήβολε | ἐπήβολον | ἐπήβολοι | ἐπήβολα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐπηβόλω | |||
Γενική-Δοτική | ἐπηβόλοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐπήβολος < ἐπ- (ἐπί) + -βολος (< βάλλω). Το -η-, κατά τον νόμο της συνθετικής έκτασης (όπως και κατήκοος, ἐπημοιβός)[1]
Επίθετο
επεξεργασίαἐπήβολος, -ος, -ον
- κάτοχος
- που είναι ικανός για κάτι, που έχει τη δεξιότητα
- ο κατάλληλος, αρμόδιος
- που μπορεί να πλησιάσει κάποιος, ο προσεγγίσιμος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ἐπιβάλλω
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐπήβολος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπήβολος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.