Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δικτύωση οι δικτυώσεις
      γενική της δικτύωσης* των δικτυώσεων
    αιτιατική τη δικτύωση τις δικτυώσεις
     κλητική δικτύωση δικτυώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δικτυώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

δικτύωση < δικτυώνω + -ση[1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiˈkti.o.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐κτύ‐ω‐ση

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

δικτύωση θηλυκό

  1. η σύνδεση ή ενσωμάτωση σε κάποιο δίκτυο
  2. (τεχνολογία, πληροφορική) η σύνδεση μονάδων (υπολογιστών, κινητών κ.ά.) σε κάποιο τοπικό ή ευρύτερο δίκτυο
  3. (μεταφορικά) οι γνωριμίες που κάνει κάποιος
  4. η περίφραξη με κάποιο δικτυωτό πλέγμα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία