περίφραξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περίφραξη | οι | περιφράξεις |
γενική | της | περίφραξης* | των | περιφράξεων |
αιτιατική | την | περίφραξη | τις | περιφράξεις |
κλητική | περίφραξη | περιφράξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιφράξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περίφραξη < μεσαιωνική ελληνική περίφραξις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερίφραξη θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του περιφράσσω
- η περίφραξη του χώρου δεν μπορεί να ξεκινήσει αν δεν αποφασίσουμε πρώτα για το υλικό που θα χρησιμοποιήσουμε
- (κατ’ επέκταση) ο φράκτης
- είναι πολύ χαμηλή η περίφραξη και μπορεί ο καθένας να πηδήξει από πάνω και να μπει μέσα