Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περίφραξη οι περιφράξεις
      γενική της περίφραξης* των περιφράξεων
    αιτιατική την περίφραξη τις περιφράξεις
     κλητική περίφραξη περιφράξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιφράξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περίφραξη < μεσαιωνική ελληνική περίφραξις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περίφραξη θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του περιφράσσω
    η περίφραξη του χώρου δεν μπορεί να ξεκινήσει αν δεν αποφασίσουμε πρώτα για το υλικό που θα χρησιμοποιήσουμε
  2. (κατ’ επέκταση) ο φράκτης
    είναι πολύ χαμηλή η περίφραξη και μπορεί ο καθένας να πηδήξει από πάνω και να μπει μέσα

  Μεταφράσεις επεξεργασία