Ετυμολογία

επεξεργασία
περιφράσσω < αρχαία ελληνική περιφράσσω < περί και φράσσω ή φράττω

περιφράσσω (παθητική φωνή: περιφράσσομαι)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία

περιφράσσω < περί + φράσσω

περιφράσσω

  1. οχυρώνω ολόγυρα
  2. σκάβω χαντάκια, ορύγματα