περιφράσσω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- περιφράσσω < αρχαία ελληνική περιφράσσω < περί και φράσσω ή φράττω
ΡήμαΕπεξεργασία
περιφράσσω και περιφράζω
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
περιφράσσω
- οχυρώνω ολόγυρα
- σκάβω χαντάκια, ορύγματα