• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

fence

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
      • 1.1.1 Εκφράσεις
    • 1.2 Ρήμα

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fence fences

fence (en)

  • φράχτης

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • sit on the fence

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας fence
γ΄ ενικό ενεστώτα fences
αόριστος fenced
παθητική μετοχή fenced
ενεργητική μετοχή fencing

fence (en)

  1. κλείνω μέσα σε φράχτη, περικλείω, προστατεύω
  2. (σπορ) κάνω ξιφασκία
  3. (σπορ: ιππασία) υπερπηδώ φράχτη
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=fence&oldid=5596751"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Σεπτεμβρίου 2022, στις 01:48
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Σεπτεμβρίου 2022, στις 01:48.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie