Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fence fences

fence (en)

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας fence
γ΄ ενικό ενεστώτα fences
αόριστος fenced
παθητική μετοχή fenced
ενεργητική μετοχή fencing

fence (en)

  1. κλείνω μέσα σε φράχτη, περικλείω, προστατεύω
  2. (σπορ) κάνω ξιφασκία
  3. (σπορ: ιππασία) υπερπηδώ φράχτη