fence
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fence | fences |
fence (en)
- ο φράχτης
- ⮡ A wooden fence surrounds the garden.
- Ένας ξύλινος φράχτης περιβάλλει τον κήπο.
- ⮡ A wooden fence surrounds the garden.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | fence |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fences |
αόριστος | fenced |
παθητική μετοχή | fenced |
ενεργητική μετοχή | fencing |
fence (en)
- (μεταβατικό) φράζω, περικλείω, κλείνω μέσα σε φράχτη
- ⮡ He fenced the field with barbed wire.
- Έφραξε/Περιέκλεισε το χωράφι με αγκαθωτό σύρμα.
- ⮡ He fenced the field with barbed wire.
- (αμετάβατο, αθλητισμός) ξιφομαχώ, κάνω ξιφασκία