fence
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fence | fences |
fence (en)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | fence |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fences |
αόριστος | fenced |
παθητική μετοχή | fenced |
ενεργητική μετοχή | fencing |
fence (en)