ξιφασκία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξιφασκία | οι | ξιφασκίες |
γενική | της | ξιφασκίας | των | ξιφασκιών |
αιτιατική | την | ξιφασκία | τις | ξιφασκίες |
κλητική | ξιφασκία | ξιφασκίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξιφασκία < ξίφ(ος) + -ασκία (< ασκώ) κατά την αρχαία λέξη σωμασκία[1]
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1872
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksi.faˈsci.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξι‐φα‐σκί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξιφασκία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (αθλητισμός) άθλημα μεταξύ δύο ξιφομάχων σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο· στη διάρκεια του αγώνα οι αθλητές φορούν μάσκα, λευκή στολή και ειδικά γάντια και προσπαθούν να αγγίξουν με το ξίφος το σώμα του αντιπάλου
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ξιφασκία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξιφασκία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ξιφασκία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας