ξιφομάχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξιφομάχος < ξιφομαχ(ία) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός).[1] Αναλύεται σε ξίφ(ος) + -ο- + -μάχος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξιφομάχος αρσενικό ή θηλυκό
- που ασκεί το άθλημα της ξιφασκίας
- Η "γυμνή ξιφομάχος" που έγινε υπουργός στη Βενεζουέλα, αθλήτρια της ξιφασκίας...
- που μάχεται με ξίφος
- εγώ σκεπτόμουν ότι πρώτη μου φορά έπιανα ξίφος, ενώ εκείνος ήτο επαγγελματίας ξιφομάχος και θα μ΄εσούβλιζε ως ορνίθιον (Εμμ. Ροϊδη, Η πρώτη του ξιφασκία)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ξιφομάχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας