ξιφομαχώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξιφομαχώ
- δίνω μάχη με ξίφος
- (αθλητισμός) ασχολούμαι με το άθλημα της ξιφασκίας
- (μεταφορικά) δίνω με πάθος μάχη για κάτι
- (κατ’ επέκταση) παίζω με κάτι που θυμίζει ξίφος
- ξιφομαχώ με μαχαιροπίρουνα, καρέκλες κ.λπ.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξιφομαχώ | ξιφομαχούσα | θα ξιφομαχώ | να ξιφομαχώ | ξιφομαχώντας | |
β' ενικ. | ξιφομαχείς | ξιφομαχούσες | θα ξιφομαχείς | να ξιφομαχείς | (ξιφομάχει) | |
γ' ενικ. | ξιφομαχεί | ξιφομαχούσε | θα ξιφομαχεί | να ξιφομαχεί | ||
α' πληθ. | ξιφομαχούμε | ξιφομαχούσαμε | θα ξιφομαχούμε | να ξιφομαχούμε | ||
β' πληθ. | ξιφομαχείτε | ξιφομαχούσατε | θα ξιφομαχείτε | να ξιφομαχείτε | ξιφομαχείτε | |
γ' πληθ. | ξιφομαχούν(ε) | ξιφομαχούσαν(ε) | θα ξιφομαχούν(ε) | να ξιφομαχούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξιφομάχησα | θα ξιφομαχήσω | να ξιφομαχήσω | ξιφομαχήσει | ||
β' ενικ. | ξιφομάχησες | θα ξιφομαχήσεις | να ξιφομαχήσεις | ξιφομάχησε | ||
γ' ενικ. | ξιφομάχησε | θα ξιφομαχήσει | να ξιφομαχήσει | |||
α' πληθ. | ξιφομαχήσαμε | θα ξιφομαχήσουμε | να ξιφομαχήσουμε | |||
β' πληθ. | ξιφομαχήσατε | θα ξιφομαχήσετε | να ξιφομαχήσετε | ξιφομαχήστε | ||
γ' πληθ. | ξιφομάχησαν ξιφομαχήσαν(ε) |
θα ξιφομαχήσουν(ε) | να ξιφομαχήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξιφομαχήσει | είχα ξιφομαχήσει | θα έχω ξιφομαχήσει | να έχω ξιφομαχήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξιφομαχήσει | είχες ξιφομαχήσει | θα έχεις ξιφομαχήσει | να έχεις ξιφομαχήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξιφομαχήσει | είχε ξιφομαχήσει | θα έχει ξιφομαχήσει | να έχει ξιφομαχήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξιφομαχήσει | είχαμε ξιφομαχήσει | θα έχουμε ξιφομαχήσει | να έχουμε ξιφομαχήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξιφομαχήσει | είχατε ξιφομαχήσει | θα έχετε ξιφομαχήσει | να έχετε ξιφομαχήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξιφομαχήσει | είχαν ξιφομαχήσει | θα έχουν ξιφομαχήσει | να έχουν ξιφομαχήσει |
|