παίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παίζω < παῖς < πρωτοελληνική *pā́wits < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *péh₂wids < *peh₂u-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpe.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παί‐ζω
- τονικό παρώνυμο: πεζό
Ρήμα
επεξεργασίαπαίζω, αόρ.: έπαιξα, παθ.φωνή: παίζομαι, π.αόρ.: παίχτηκα/παίχθηκα, μτχ.π.π.: παιγμένος
- ψυχαγωγούμαι, διασκεδάζω με παιχνίδι
- ↪ τα παιδιά έπαιζαν και γελούσαν στο σοκάκι
- συμμετέχω σε ένα ομαδικό άθλημα
- ↪ Είναι κολλημένος με το σκάκι, το παίζει τέσσερα βράδια τη βδομάδα.
- χειρίζομαι μουσικό όργανο
- ↪ έμαθε μόνη της να παίζει κιθάρα
- (για άνθρωπο ή μηχάνημα) εκτελώ μουσικό κομμάτι ή τραγούδι
- ↪ η ορχήστρα/το ραδιόφωνο έπαιζε παλιά τραγούδια
- (για τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα) αναπαράγω
- ↪ ποια ταινία παίζει απόψε (σ)το άλλο κανάλι;
- συμμετέχω σε θεατρικό ή τηλεοπτικό έργο ως ηθοποιός
- (για αντικείμενα) δεν είμαι σταθερά προσαρμοσμένος στη θέση μου, αλλά μπορώ να κινηθώ ελαφρά γύρω από αυτήν, πάω πέρα δώθε
- ↪ Το μπράτσο της πολυθρόνας παίζει. Θέλει λίγη κόλλα ή μια βίδα για να στερεωθεί.
- (στο γ' πρόσωπο, προφορικό) παίζει: για κάτι ενδιαφέρον που συμβαίνει, συνήθως παρασκηνιακά
- ↪ δεν μπορεί αυτός να άλλαξε γνώμη έτσι ξαφνικά, κάτι παίζει εδώ
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
παιζ- παιγ-
παιζ- παιγ-
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παίζω | έπαιζα | θα παίζω | να παίζω | παίζοντας | |
β' ενικ. | παίζεις | έπαιζες | θα παίζεις | να παίζεις | παίζε | |
γ' ενικ. | παίζει | έπαιζε | θα παίζει | να παίζει | ||
α' πληθ. | παίζουμε | παίζαμε | θα παίζουμε | να παίζουμε | ||
β' πληθ. | παίζετε | παίζατε | θα παίζετε | να παίζετε | παίζετε | |
γ' πληθ. | παίζουν(ε) | έπαιζαν παίζαν(ε) |
θα παίζουν(ε) | να παίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έπαιξα | θα παίξω | να παίξω | παίξει | ||
β' ενικ. | έπαιξες | θα παίξεις | να παίξεις | παίξε | ||
γ' ενικ. | έπαιξε | θα παίξει | να παίξει | |||
α' πληθ. | παίξαμε | θα παίξουμε | να παίξουμε | |||
β' πληθ. | παίξατε | θα παίξετε | να παίξετε | παίξτε | ||
γ' πληθ. | έπαιξαν παίξαν(ε) |
θα παίξουν(ε) | να παίξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παίξει | είχα παίξει | θα έχω παίξει | να έχω παίξει | ||
β' ενικ. | έχεις παίξει | είχες παίξει | θα έχεις παίξει | να έχεις παίξει | έχε παιγμένο | |
γ' ενικ. | έχει παίξει | είχε παίξει | θα έχει παίξει | να έχει παίξει | ||
α' πληθ. | έχουμε παίξει | είχαμε παίξει | θα έχουμε παίξει | να έχουμε παίξει | ||
β' πληθ. | έχετε παίξει | είχατε παίξει | θα έχετε παίξει | να έχετε παίξει | έχετε παιγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν παίξει | είχαν παίξει | θα έχουν παίξει | να έχουν παίξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παιγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παιγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παιγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παιγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παίζομαι | παιζόμουν(α) | θα παίζομαι | να παίζομαι | ||
β' ενικ. | παίζεσαι | παιζόσουν(α) | θα παίζεσαι | να παίζεσαι | (παίζου) | |
γ' ενικ. | παίζεται | παιζόταν(ε) | θα παίζεται | να παίζεται | ||
α' πληθ. | παιζόμαστε | παιζόμαστε παιζόμασταν |
θα παιζόμαστε | να παιζόμαστε | ||
β' πληθ. | παίζεστε | παιζόσαστε παιζόσασταν |
θα παίζεστε | να παίζεστε | (παίζεστε) | |
γ' πληθ. | παίζονται | παίζονταν παιζόντουσαν |
θα παίζονται | να παίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παίχτηκα | θα παιχτώ | να παιχτώ | παιχτεί | ||
β' ενικ. | παίχτηκες | θα παιχτείς | να παιχτείς | παίξου | ||
γ' ενικ. | παίχτηκε | θα παιχτεί | να παιχτεί | |||
α' πληθ. | παιχτήκαμε | θα παιχτούμε | να παιχτούμε | |||
β' πληθ. | παιχτήκατε | θα παιχτείτε | να παιχτείτε | παιχτείτε | ||
γ' πληθ. | παίχτηκαν παιχτήκαν(ε) |
θα παιχτούν(ε) | να παιχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παιχτεί | είχα παιχτεί | θα έχω παιχτεί | να έχω παιχτεί | παιγμένος | |
β' ενικ. | έχεις παιχτεί | είχες παιχτεί | θα έχεις παιχτεί | να έχεις παιχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει παιχτεί | είχε παιχτεί | θα έχει παιχτεί | να έχει παιχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παιχτεί | είχαμε παιχτεί | θα έχουμε παιχτεί | να έχουμε παιχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε παιχτεί | είχατε παιχτεί | θα έχετε παιχτεί | να έχετε παιχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παιχτεί | είχαν παιχτεί | θα έχουν παιχτεί | να έχουν παιχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι παιγμένος - είμαστε, είστε, είναι παιγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν παιγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν παιγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι παιγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι παιγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι παιγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι παιγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία παίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παίζω < παῖς < πρωτοελληνική *pā́wits < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *péh₂wids < *peh₂u-
Ρήμα
επεξεργασίαπαίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- παίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.