παίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpe.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παί‐ζο‐μαι
- ομόηχο: παίζομε
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
παίζομαι, π.αόρ.: παίχτηκα/παίχθηκα, μτχ.π.π.: παιγμένος
- παθητική φωνή του ρήματος παίζω
Εκφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
παίζομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος παίζω