↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παιγμένος η παιγμένη το παιγμένο
      γενική του παιγμένου της παιγμένης του παιγμένου
    αιτιατική τον παιγμένο την παιγμένη το παιγμένο
     κλητική παιγμένε παιγμένη παιγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παιγμένοι οι παιγμένες τα παιγμένα
      γενική των παιγμένων των παιγμένων των παιγμένων
    αιτιατική τους παιγμένους τις παιγμένες τα παιγμένα
     κλητική παιγμένοι παιγμένες παιγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /peɣˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παιγ‐μέ‐νος

παιγμένος, -η, -ο

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία