παιγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /peɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παιγ‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαπαιγμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παίζω
- ⮡ ένα θεατρικό έργο παιγμένο από σπουδαίους ηθοποιούς.
- ⮡ Είναι παιγμένη η παρτίδα; Θέλω να ποντάρω, έχω τύχη στο πόκερ.
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- παιζόμενος
- → και δείτε τη λέξη παίζω