χιλιοπαιγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /çi.ʎo.peɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χι‐λιο‐παιγ‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
χιλιοπαιγμένος
- (μεταφορικά) που έχει παιχτεί χιλιάδες φορές, πάρα πολλές φορές
- ↪ η «Κάρμεν» είναι χιλιοπαιγμένη όπερα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χιλιοπαιγμένος
|