dönmek (tr)

  1. γυρίζω (περιστρέφομαι)
  2. γυρίζω (επιστρέφω)
    Saat iki gibi eve dönerim - Γυρίζω στο σπίτι κατά τις 2
  3. αλλάζω θρησκεία, μεταστρέφομαι

Συγγενικά

επεξεργασία