Δείτε επίσης: BEN

Επίρρημα

επεξεργασία

ben (fr)

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ben bens

ben (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

επεξεργασία

ben (da)



Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ben (no)



Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ben/

Αντωνυμία

επεξεργασία

ben (tr)

Προσωπικές αντωνυμίες
ενικός
ΠτώσηΑ' πρόσωποΒ' πρόσωποΓ' πρόσωπο
ονομαστικήbenseno
αιτιατικήbenisenionu
δοτικήbanasanaona
τοπικήbendesendeonda
αφαιρετικήbendensendenondan
κτητικήbenimseninonun
πληθυντικός
ονομαστικήbizsizonlar
αιτιατικήbizisizionları
δοτικήbizesizeonlara
τοπικήbizdesizdeonlarda
αφαιρετικήbizdensizdenonlardan
κτητικήbizimsizinonların

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ben (tr)

Παράγωγα

επεξεργασία