sen
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sen | sens |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- sen < ιαπωνική
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /sɛn/
- ομόηχα: sen, cène, cènes, Cène, cenne, cennes, saine, saines, scène, scènes, seine, seinent, seines, Seine, sène, sènent, sènes, senne, sennent, sennes, Senne
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
sen (fr) αρσενικό
- υποδιαίρεση του ιαπωνικού νομίσματος, καθώς και άλλων κρατών της Άπω Ανατολής
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
sen (eo)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Πολωνικά (pl)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
sen (pl) αρσενικό
Επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Τουρκικά (tr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- sen < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική 𐰾𐰤 (sen, εσύ)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΑντωνυμίαΕπεξεργασία
sen (tr)
ΚλίσηΕπεξεργασία
Προσωπικές αντωνυμίες | |||
---|---|---|---|
ενικός | |||
Πτώση | Α' πρόσωπο | Β' πρόσωπο | Γ' πρόσωπο |
ονομαστική | ben | sen | o |
αιτιατική | beni | seni | onu |
δοτική | bana | sana | ona |
τοπική | bende | sende | onda |
αφαιρετική | benden | senden | ondan |
κτητική | benim | senin | onun |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | biz | siz | onlar |
αιτιατική | bizi | sizi | onları |
δοτική | bize | size | onlara |
τοπική | bizde | sizde | onlarda |
αφαιρετική | bizden | sizden | onlardan |
κτητική | bizim | sizin | onların |
Επεξεργασία
Τσεχικά (cs)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
sen (cs) αρσενικό
- το όνειρο