ενικός         πληθυντικός  
sen sens

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

sen (fr) αρσενικό

  • υποδιαίρεση του ιαπωνικού νομίσματος, καθώς και άλλων κρατών της Άπω Ανατολής



Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sen/

Αντωνυμία

επεξεργασία

sen (tr)

Προσωπικές αντωνυμίες
ενικός
ΠτώσηΑ' πρόσωποΒ' πρόσωποΓ' πρόσωπο
ονομαστικήbenseno
αιτιατικήbenisenionu
δοτικήbanasanaona
τοπικήbendesendeonda
αφαιρετικήbendensendenondan
κτητικήbenimseninonun
πληθυντικός
ονομαστικήbizsizonlar
αιτιατικήbizisizionları
δοτικήbizesizeonlara
τοπικήbizdesizdeonlarda
αφαιρετικήbizdensizdenonlardan
κτητικήbizimsizinonların

Παράγωγα

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

sen (cs) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία