sen
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sen | sens |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- sen < ιαπωνική
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Πρόθεση
επεξεργασία
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΤουρκικά (tr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- sen < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική 𐰾𐰤 (sen, εσύ)
Προφορά
επεξεργασία
Αντωνυμία
επεξεργασία
sen (tr)
Κλίση
επεξεργασίαΠροσωπικές αντωνυμίες | |||
---|---|---|---|
ενικός | |||
Πτώση | Α' πρόσωπο | Β' πρόσωπο | Γ' πρόσωπο |
ονομαστική | ben | sen | o |
αιτιατική | beni | seni | onu |
δοτική | bana | sana | ona |
τοπική | bende | sende | onda |
αφαιρετική | benden | senden | ondan |
κτητική | benim | senin | onun |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | biz | siz | onlar |
αιτιατική | bizi | sizi | onları |
δοτική | bize | size | onlara |
τοπική | bizde | sizde | onlarda |
αφαιρετική | bizden | sizden | onlardan |
κτητική | bizim | sizin | onların |