Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɛn/
ομόηχα: sen, cène, cènes, Cène, cenne, cennes, saine, saines, scène, scènes, seine, seinent, seines, Seine, sène, sènent, sènes, senne, sennent, sennes, Senne

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
saine saines

saine (fr) θηλυκό