cène
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sɛn/
- ομόηχα: sen, cène, cènes, Cène, cenne, cennes, saine, saines, scène, scènes, seine, seinent, seines, Seine, sène, sènent, sènes, senne, sennent, sennes, Senne
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cène | cènes |
cène (fr) θηλυκό
- (θρησκεία) η θεία κοινωνία (ειδικά για τους προτεστάντες)
- καλλιτεχνική αναπαράσταση του Μυστικού Δείπνου