Δείτε επίσης: Cène

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɛn/
ομόηχα: sen, cène, cènes, Cène, cenne, cennes, saine, saines, scène, scènes, seine, seinent, seines, Seine, sène, sènent, sènes, senne, sennent, sennes, Senne

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cène cènes

cène (fr) θηλυκό

  1. (θρησκεία) η θεία κοινωνία (ειδικά για τους προτεστάντες)
  2. καλλιτεχνική αναπαράσταση του Μυστικού Δείπνου

Δείτε επίσης

επεξεργασία