παντελόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παντελόνι | τα | παντελόνια |
γενική | του | παντελονιού | των | παντελονιών |
αιτιατική | το | παντελόνι | τα | παντελόνια |
κλητική | παντελόνι | παντελόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παντελόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική pantaloni (αρσενικό, πληθυντικός του pantalone, που θεωρήθηκε ενικός ουδέτερου) με τροπή άρθρωσης [a] > [e] λόγω της παρουσίας του [l] < γαλλική pantaton < βενετική Pantaleone από τον ομώνυμο χαρακτήρα Pantalone (Πανταλόνε) της ιταλικής κωμωδίας (commedia dell'arte) που φορούσε χαρακτηριστικό μακρύ παντελόνι < όνομα Pantaleon < αρχαία ελληνική Πανταλέων (αντιδάνειο) [1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pan.deˈlo.ni/ και σε γρήγορο λόγο: pa.deˈlo.ni
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ντε‐λό‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαντελόνι ουδέτερο
- (ενδυμασία) κάθε εξωτερικό ρούχο που καλύπτει χωριστά το κάθε πόδι (περισκελίδα)
- ※ Οι πιέτες και οι τσέπες κατηργήθηκαν, σακάκια, φούστες και παντελόνια κόντυναν, φερμουάρ, κουμπιά και γαρνιτούρες σχεδόν καταργήθηκαν (Ζέφη Κόλλια, Βελονιές της πρωτοπορίας, κεφάλαιο: Λονδίνο, Civilian clothing 1941, τα ρούχα των βομβαρδισμών, 2023)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- (ζευγάρι) παντελόνια: χρησιμοποιείται και με τη σημασία του ενός ρούχου
- φοράω παντελόνια: χρησιμοποιείται για επίδειξη ανδροπρέπειας ή ανδρισμού
- κοντό παντελόνι ή κοντό παντελονάκι: το σορτς
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- παντελόνι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία παντελόνι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παντελόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.