παντελόνι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παντελόνι | τα | παντελόνια |
γενική | του | παντελονιού | των | παντελονιών |
αιτιατική | το | παντελόνι | τα | παντελόνια |
κλητική | παντελόνι | παντελόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παντελόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική pantaloni (αρσενικό, πληθυντικός του pantalone, που θεωρήθηκε ενικός ουδέτερου) με τροπή άρθρωσης [a] > [e] λόγω της παρουσίας του [l] < γαλλική pantaton < βενετική Pantaleone από τον ομώνυμο χαρακτήρα Pantalone (Πανταλόνε) της ιταλικής κωμωδίας (commedia dell'arte) που φορούσε χαρακτηριστικό μακρύ παντελόνι < όνομα Pantaleon < αρχαία ελληνική Πανταλέων (αντιδάνειο) [1][2]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pan.deˈlo.ni/ και σε γρήγορο λόγο: pa.deˈlo.ni
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ντε‐λό‐νι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παντελόνι ουδέτερο
- (ενδυμασία) κάθε εξωτερικό ρούχο που καλύπτει χωριστά το κάθε πόδι (περισκελίδα)
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- (ζευγάρι) παντελόνια: χρησιμοποιείται και με τη σημασία του ενός ρούχου
- φοράω παντελόνια: χρησιμοποιείται για επίδειξη ανδροπρέπειας ή ανδρισμού
- κοντό παντελόνι ή κοντό παντελονάκι: το σορτς
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- παντελόνι στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παντελόνι
Επεξεργασία
- ↑ παντελόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.