παντελόνι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παντελόνι < ιταλική pantaloni < Pantalone (από τον ομώνυμο χαρακτήρα Πανταλόνε της ιταλικής κωμωδίας) < Pantaleon < αρχαία ελληνική Παντελεήμων (αντιδάνειο)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παντελόνι ουδέτερο
- (ενδυμασία) κάθε εξωτερικό ρούχο που καλύπτει χωριστά το κάθε πόδι (περισκελίδα)
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- (ζευγάρι) παντελόνια: χρησιμοποιείται και με τη σημασία του ενός ρούχου
- φοράω παντελόνια: χρησιμοποιείται για επίδειξη ανδροπρέπειας ή ανδρισμού
- κοντό παντελόνι ή κοντό παντελονάκι: το σορτς
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- παντελόνι στη Βικιπαίδεια