πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοντός η κοντή το κοντό
      γενική του κοντού της κοντής του κοντού
    αιτιατική τον κοντό την κοντή το κοντό
     κλητική κοντέ κοντή κοντό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοντοί οι κοντές τα κοντά
      γενική των κοντών των κοντών των κοντών
    αιτιατική τους κοντούς τις κοντές τα κοντά
     κλητική κοντοί κοντές κοντά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

κοντός, -ή, -ό

  1. (για άνθρωπο ή άλλο ζωντανό ον) που έχει μικρό ανάστημα
     συνώνυμα: βραχύσωμος
     αντώνυμα: ψηλός
  2. (για αντικείμενο) που έχει μικρό ύψος
     αντώνυμα: ψηλός
  3. (για αντικείμενο) που έχει μικρό μήκος
     συνώνυμα: βραχύς
     αντώνυμα: μακρύς

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • κοντός ψαλμός αλληλούια: σύντομα θα αποδειχθεί ή θα γίνει αυτό που συζητάμε
  • λέω το κοντό (μου) και το μακρύ μου: λέω ό,τι μου κατέβει

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοντός αρσενικό

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοντός αρσενικό

Ετυμολογία 2

επεξεργασία