Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοντακιανός η κοντακιανή το κοντακιανό
      γενική του κοντακιανού της κοντακιανής του κοντακιανού
    αιτιατική τον κοντακιανό την κοντακιανή το κοντακιανό
     κλητική κοντακιανέ κοντακιανή κοντακιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοντακιανοί οι κοντακιανές τα κοντακιανά
      γενική των κοντακιανών των κοντακιανών των κοντακιανών
    αιτιατική τους κοντακιανούς τις κοντακιανές τα κοντακιανά
     κλητική κοντακιανοί κοντακιανές κοντακιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοντακιανός < κοντός + -ακιανός[1]

  Επίθετο επεξεργασία

κοντακιανός

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία