ισχνός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ισχνός | η | ισχνή | το | ισχνό |
γενική | του | ισχνού | της | ισχνής | του | ισχνού |
αιτιατική | τον | ισχνό | την | ισχνή | το | ισχνό |
κλητική | ισχνέ | ισχνή | ισχνό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ισχνοί | οι | ισχνές | τα | ισχνά |
γενική | των | ισχνών | των | ισχνών | των | ισχνών |
αιτιατική | τους | ισχνούς | τις | ισχνές | τα | ισχνά |
κλητική | ισχνοί | ισχνές | ισχνά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ισχνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσχνός[1]
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαισχνός, -ή, -ό
- εξαιρετικά αδύνατος (ως προς τη σωματική κατασκευή)
- ≈ συνώνυμα: καχεκτικός, λιπόσαρκος
- ≠ αντώνυμα: εύσωμος, παχύς, παχουλός, κραταιός
- εξαιρετικά αδύνατος (ως προς την ένταση)
- (μεταφορικά) καθόλου πειστικός, χωρίς αποδεικτική επάρκεια
- ⮡ μια ισχνή δικαιολογία
- (μεταφορικά) πολύ μικρής αξίας
Εκφράσεις
επεξεργασία- περίοδος ισχνών αγελάδων : περίοδος φτώχειας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ισχνός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ισχνός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας