↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισχνός η ισχνή το ισχνό
      γενική του ισχνού της ισχνής του ισχνού
    αιτιατική τον ισχνό την ισχνή το ισχνό
     κλητική ισχνέ ισχνή ισχνό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισχνοί οι ισχνές τα ισχνά
      γενική των ισχνών των ισχνών των ισχνών
    αιτιατική τους ισχνούς τις ισχνές τα ισχνά
     κλητική ισχνοί ισχνές ισχνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ισχνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσχνός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /isˈxnos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /isˈxni/ θηλυκό
ΔΦΑ : /isˈxno/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

ισχνός, -ή, -ό

  1. εξαιρετικά αδύνατος (ως προς τη σωματική κατασκευή)
     συνώνυμα: καχεκτικός, λιπόσαρκος
     αντώνυμα: εύσωμος, παχύς, παχουλός, κραταιός
  2. εξαιρετικά αδύνατος (ως προς την ένταση)
     συνώνυμα: αδύναμος
  3. (μεταφορικά) καθόλου πειστικός, χωρίς αποδεικτική επάρκεια
    ⮡  μια ισχνή δικαιολογία
  4. (μεταφορικά) πολύ μικρής αξίας
    ⮡  δεν τα έβγαζε πέρα με τον ισχνό μισθό του
     συνώνυμα: γλίσχρος, πενιχρός
     αντώνυμα: παχυλός

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • περίοδος ισχνών αγελάδων : περίοδος φτώχειας

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία