Επίθετο

επεξεργασία

meager (en) και meagre

  1. πενιχρός, ανεπαρκής
  2. (μαθηματικά) ισχνός, ένα σύνολο είναι ισχνό (meager) εάν μπορεί να γραφτεί σαν την αριθμήσιμη ένωση πουθενά πυκνών (nowhere dense) συνόλων