Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πενιχρός η πενιχρή το πενιχρό
      γενική του πενιχρού της πενιχρής του πενιχρού
    αιτιατική τον πενιχρό την πενιχρή το πενιχρό
     κλητική πενιχρέ πενιχρή πενιχρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πενιχροί οι πενιχρές τα πενιχρά
      γενική των πενιχρών των πενιχρών των πενιχρών
    αιτιατική τους πενιχρούς τις πενιχρές τα πενιχρά
     κλητική πενιχροί πενιχρές πενιχρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πενιχρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πενιχρός[1] < πένης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.niˈxɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐νι‐χρός

  Επίθετο επεξεργασία

πενιχρός, -ή, -ό

  1. που δεν επαρκεί
     συνώνυμα: ανεπαρκής, λίγος
  2. φτωχός, φτωχικός
  3. ασήμαντος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πενιχρός < πένης

  Επίθετο επεξεργασία

πενιχρός

  1. φτωχός, πάμπτωχος