πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πενιχρός η πενιχρή το πενιχρό
      γενική του πενιχρού της πενιχρής του πενιχρού
    αιτιατική τον πενιχρό την πενιχρή το πενιχρό
     κλητική πενιχρέ πενιχρή πενιχρό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πενιχροί οι πενιχρές τα πενιχρά
      γενική των πενιχρών των πενιχρών των πενιχρών
    αιτιατική τους πενιχρούς τις πενιχρές τα πενιχρά
     κλητική πενιχροί πενιχρές πενιχρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

πενιχρός, -ή, -ό, συγκριτικός: πενιχρότερος, υπερθετικός:  πενιχρότατος

  1. που δεν επαρκεί, δεν ικανοποεί
      πενιχρά μέσα
      Πώς να ζήσει με μια πενιχρή σύνταξη;
     συνώνυμα: ανεπαρκής, λίγος
     αντώνυμα: πλουσιοπάροχος[2]
  2. φτωχός, φτωχικός
  3. ασήμαντος

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. πενιχρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πενιχρός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πενιχρός πενιχρᾱ́ τὸ πενιχρόν
      γενική τοῦ πενιχροῦ τῆς πενιχρᾶς τοῦ πενιχροῦ
      δοτική τῷ πενιχρ τῇ πενιχρ τῷ πενιχρ
    αιτιατική τὸν πενιχρόν τὴν πενιχρᾱ́ν τὸ πενιχρόν
     κλητική ! πενιχρέ πενιχρᾱ́ πενιχρόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πενιχροί αἱ πενιχραί τὰ πενιχρᾰ́
      γενική τῶν πενιχρῶν τῶν πενιχρῶν τῶν πενιχρῶν
      δοτική τοῖς πενιχροῖς ταῖς πενιχραῖς τοῖς πενιχροῖς
    αιτιατική τοὺς πενιχρούς τὰς πενιχρᾱ́ς τὰ πενιχρᾰ́
     κλητική ! πενιχροί πενιχραί πενιχρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πενιχρώ τὼ πενιχρᾱ́ τὼ πενιχρώ
      γεν-δοτ τοῖν πενιχροῖν τοῖν πενιχραῖν τοῖν πενιχροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

πενιχρός. ήδη ομηρικό < θέμα πεν- < ρήμα πένομαι (μοχθώ) απ' όπου και πένης. Η κατάληξη, με αναλογία προς το μελιχρός.[1][2]

Αναφορές

επεξεργασία
  1. πένομαι (& πενιχρός) σελ. 1172 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  2. πενιχρός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.