πενιχρά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πενιχρά < πενιχρ(ός) + -ά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.niˈxɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐νι‐χρά
Επίρρημα
επεξεργασίαπενιχρά
Μεταφράσεις
επεξεργασία πενιχρά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπενιχρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (πενιχρό) του πενιχρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπενιχρά [πενῑχρᾰ] με βραχεία κατάληξη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (πενιχρόν) του πενιχρός
πενιχρά [πενῑχρᾱ] με μακρά κατάληξη