Ετυμολογία

επεξεργασία
πενιχρά < πενιχρ(ός) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.niˈxɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐νι‐χρά

  Επίρρημα

επεξεργασία

πενιχρά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

πενιχρά



  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

πενιχρά [πενῑχρᾰ] με βραχεία κατάληξη

πενιχρά [πενῑχρᾱ] με μακρά κατάληξη

  1. ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πενιχρός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, θηλυκού γένους του πενιχρός