Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακρόχρονος η μακρόχρονη το μακρόχρονο
      γενική του μακρόχρονου της μακρόχρονης του μακρόχρονου
    αιτιατική τον μακρόχρονο τη μακρόχρονη το μακρόχρονο
     κλητική μακρόχρονε μακρόχρονη μακρόχρονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακρόχρονοι οι μακρόχρονες τα μακρόχρονα
      γενική των μακρόχρονων των μακρόχρονων των μακρόχρονων
    αιτιατική τους μακρόχρονους τις μακρόχρονες τα μακρόχρονα
     κλητική μακρόχρονοι μακρόχρονες μακρόχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακρόχρονος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

μακρόχρονος, -η, -ο

  1. που διαρκεί για πολύ χρόνο
     συνώνυμα: μακροχρόνιος
  2. (γραμματική, φωνητική) για φωνήεν ή συλλαβή με μακρά διάρκεια
    η μακρόχρονη παραλήγουσα στη λέξη «μῆλον» περισπάται
     συνώνυμα: μακρός
     αντώνυμα: βραχύχρονος, βραχύς

  Μεταφράσεις επεξεργασία