long-term
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | long-term |
συγκριτικός | longer-term |
υπερθετικός | longest-term |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαlong-term (en)
- μακροπρόθεσμος, μακροχρόνιος
- ⮡ long-term stay - μακροχρόνια διαμονή
- ≠ αντώνυμα: short-term