μακροπρόθεσμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μακροπρόθεσμος < μακρο- + προθεσμία < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική à long terme
Επίθετο
επεξεργασία
μακροπρόθεσμος, -η, -ο
- που διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα
- μακροπρόθεσμο δάνειο
- που αναφέρεται στο σχετικά μακρινό μέλλον
- μακροπρόθεσμη πρόβλεψη
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μακροπρόθεσμος