μακρο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μακρο- < μακρός
Πρόθημα
επεξεργασίαμακρο-
- πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν μεγάλη διάρκεια χρόνου
- πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν εξέταση ενός θέματος σε μεγάλο εύρος
- πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν μεγάλο μήκος