πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μακροζωία οι μακροζωίες
      γενική της μακροζωίας
    αιτιατική τη μακροζωία τις μακροζωίες
     κλητική μακροζωία μακροζωίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μακροζωία < μακρο- + ζωή

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μακροζωία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό

  • Το να φτάνει κανείς σε πολύ μεγάλη ηλικία, να ζει πολλά χρόνια.
Είναι πασίγνωστη η μακροζωία των ορεσίβιων κατοίκων του Καυκάσου.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία