Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μακροβιότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μακροβιότητ
α
οι
μακροβιότητ
ες
γενική
της
μακροβιότητ
ας
των
μακροβιοτήτ
ων
αιτιατική
τη
μακροβιότητ
α
τις
μακροβιότητ
ες
κλητική
μακροβιότητ
α
μακροβιότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μακροβιότητα
<
μακρόβιος
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μακροβιότητα
θηλυκό
η ιδιότητα του
μακρόβιου
, το να ζει κανείς για πολλά χρόνια
Συνώνυμα
επεξεργασία
μακροζωία
πολυχρονία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μακροβιότητα
αγγλικά
:
longevity
(en)
γαλλικά
:
longévité
(fr)
ισπανικά
:
longevidad
(es)