• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μακροβιότητα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μακροβιότητα οι μακροβιότητες
      γενική της μακροβιότητας των μακροβιοτήτων
    αιτιατική τη μακροβιότητα τις μακροβιότητες
     κλητική μακροβιότητα μακροβιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μακροβιότητα < μακρόβιος + -ότητα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μακροβιότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του μακρόβιου, το να ζει κανείς για πολλά χρόνια

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • μακροζωία
  • πολυχρονία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    μακροβιότητα
  • αγγλικά : longevity (en)
  • γαλλικά : longévité (fr)
  • ισπανικά : longevidad (es)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μακροβιότητα&oldid=5489093"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 20:44

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 20:44.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie