Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακρόβιος η μακρόβια το μακρόβιο
      γενική του μακρόβιου της μακρόβιας του μακρόβιου
    αιτιατική τον μακρόβιο τη μακρόβια το μακρόβιο
     κλητική μακρόβιε μακρόβια μακρόβιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακρόβιοι οι μακρόβιες τα μακρόβια
      γενική των μακρόβιων των μακρόβιων των μακρόβιων
    αιτιατική τους μακρόβιους τις μακρόβιες τα μακρόβια
     κλητική μακρόβιοι μακρόβιες μακρόβια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακρόβιος < αρχαία ελληνική, μορφολογικά αναλύεται μακρ(ός) + -ό- + -βιος

  Επίθετο επεξεργασία

μακρόβιος, -α, -ο

  • που ζει για πολλά χρόνια

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία