Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μακρόβιος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μακρόβι
ος
η
μακρόβι
α
το
μακρόβι
ο
γενική
του
μακρόβι
ου
της
μακρόβι
ας
του
μακρόβι
ου
αιτιατική
τον
μακρόβι
ο
τη
μακρόβι
α
το
μακρόβι
ο
κλητική
μακρόβι
ε
μακρόβι
α
μακρόβι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μακρόβι
οι
οι
μακρόβι
ες
τα
μακρόβι
α
γενική
των
μακρόβι
ων
των
μακρόβι
ων
των
μακρόβι
ων
αιτιατική
τους
μακρόβι
ους
τις
μακρόβι
ες
τα
μακρόβι
α
κλητική
μακρόβι
οι
μακρόβι
ες
μακρόβι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μακρόβιος
<
αρχαία ελληνική
, μορφολογικά αναλύεται
μακρ(ός)
+
-ό-
+
-βιος
Επίθετο
επεξεργασία
μακρόβιος, -α, -ο
που
ζει
για πολλά χρόνια
Συγγενικά
επεξεργασία
μακροβιότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μακρόβιος
αγγλικά
:
long living
(en)
γαλλικά
:
vivace
(fr)
ισπανικά
:
longevo
(es)