Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πολυχρονί αἱ πολυχρονίαι
      γενική τῆς πολυχρονίᾱς τῶν πολυχρονιῶν
      δοτική τῇ πολυχρονί ταῖς πολυχρονίαις
    αιτιατική τὴν πολυχρονίᾱν τὰς πολυχρονίᾱς
     κλητική ! πολυχρονί πολυχρονίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολυχρονί
γεν-δοτ τοῖν  πολυχρονίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυχρονία < πολυ- + χρόν(ος) + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυχρονία θηλυκό

  • πολυκαιρία, μακρύς χρόνος
    τὰ πρόβατα ἐν Μαγνησίᾳ καὶ Λιβύῃ τίκτει δίς. τὸ δ' αἴτιον ἡ πολυχρονία τοῦ τόκου
    (Αριστοτέλης, Προβλήματα 10)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Νέα ελληνικά → δείτε τις λέξεις πολύχρονος, πολυχρόνιο και πολυχρονίζω

  Αναφορές επεξεργασία