μακροημέρευση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μακροημέρευση | οι | μακροημερεύσεις |
γενική | της | μακροημέρευσης* | των | μακροημερεύσεων |
αιτιατική | τη | μακροημέρευση | τις | μακροημερεύσεις |
κλητική | μακροημέρευση | μακροημερεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μακροημερεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μακροημέρευση < (ελληνιστική κοινή) μακροημέρευσις < μακρός + ημέρα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μακροημέρευση θηλυκό
- το να ζει κανείς για πολλά χρόνια