Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία

μακροημερεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μακροημερεύω
  2. θα μακροημερεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μακροημερεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία

μακροημερεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μακροημέρευση