μακρομύτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μακρομύτης αρσενικό και μακρομύτα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μακρομύτης
|
μακρομύτης αρσενικό και μακρομύτα θηλυκό
|