Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μακρομύτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μακρομύτ
ης
οι
μακρομύτ
ηδες
γενική
του
μακρομύτ
η
των
μακρομύτ
ηδων
αιτιατική
τον
μακρομύτ
η
τους
μακρομύτ
ηδες
κλητική
μακρομύτ
η
μακρομύτ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μακρομύτης
<
μακρο-
+
μύτη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μακρομύτης
αρσενικό
και
μακρομύτα
θηλυκό
που η
μύτη
του ξεχωρίζει λόγω
μήκους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μακρομύτης