Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακροπροθέσμως < (καθαρεύουσα) < μακροπρόθεσμ(ος) + -ως.

  Επίρρημα επεξεργασία

μακροπροθέσμως

  Πηγές επεξεργασία