μακροπροθέσμως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μακροπροθέσμως < (καθαρεύουσα) < μακροπρόθεσμ(ος) + -ως.
Επίρρημα
επεξεργασία
μακροπροθέσμως
Πηγές
επεξεργασία
- μακροπρόθεσμος, μακροπροθέσμως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μακροπρόθεσμος, μακροπροθέσμως - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)