Δείτε επίσης: διαρκῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαρκώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαρκῶ, [1] συνηρημένος τύπος του διαρκέω < δι- + ἀρκέω / ἀρκῶ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯aɾˈko/ /ðʝaɾˈko/ & /ði.aɾˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐ρκώ

διαρκώ, αόρ.: διήρκεσα/διάρκεσα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διά και αρκώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία