διαρκούσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά 1 επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.aɾˈku.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αρ‐κού‐σα
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
διαρκούσα
Εκφράσεις επεξεργασία
- διαρκούσης της... (με γενική)
Δείτε επίσης επεξεργασία
στα αρχαία ελληνικά:
- διαρκοῦσα (ονομαστική, κλητική ενικού)
- διαρκοῦσαν (αιτιατική ενικού)
Προφορά 2 επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯aɾˈku.sa/, /ðʝaɾˈku.sa/ & /ði.aɾˈku.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αρ‐κού‐σα
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαρκούσα
- α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής παρατατικού του ρήματος διαρκώ
Δείτε επίσης επεξεργασία
στα αρχαία ελληνικά: