Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαρκώς < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

διαρκώς

  1. συνεχώς, πάντοτε
    αυτό το παιδί είναι διαρκώς αφηρημένο

  Μεταφράσεις επεξεργασία