Ετυμολογία

επεξεργασία
διαρκώς < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα

επεξεργασία

διαρκώς

  1. συνεχώς, πάντοτε
    αυτό το παιδί είναι διαρκώς αφηρημένο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία