Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαρκώς
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
Ετυμολογία
Επεξεργασία
διαρκώς
<
→ λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
Επεξεργασία
διαρκώς
συνεχώς
,
πάντοτε
αυτό το παιδί είναι
διαρκώς
αφηρημένο
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
διαρκώς
αγγλικά
:
permanently
(en)
γαλλικά
: en
permanence
,
constamment
,
perpétuellement
γερμανικά
:
dauernd
(de)
,
ständig
(de)