continually
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαcontinually (en)
- επανειλημμένα, με τρόπο που επαναλαμβάνεται πολλές φορές ώστε να είναι ενοχλητικό
- ⮡ I have continually met with him but he didn’t tell me anything.
- Τον έχω συναντήσει επανειλημμένα αλλά τίποτα δε μου είπε.
- ⮡ I have continually met with him but he didn’t tell me anything.
- συνεχώς, αδιάκοπα, με τρόπο που συνεχίζεται χωρίς διακοπή
- ⮡ He is continually busy.
- Είναι συνεχώς απασχολημένος.
- ⮡ His health is continually getting better.
- Η υγεία του καλυτερεύει συνεχώς.
- ⮡ It has been snowing continually for the last few days.
- Τις τελευταίες μέρες χιονίζει αδιάκοπα.
- ⮡ He is continually busy.
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις continuously και forever