αδιάκοπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδιάκοπα < αδιάκοπ(ος) + -α
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈði̯a.ko.pa/ & /aˈðʝa.ko.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐ά‐κο‐πα
Επίρρημα επεξεργασία
αδιάκοπα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδιάκοπα