Ετυμολογία

επεξεργασία
continuously < continuous + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

continuously (en)

  1. συνεχώς, διαρκώς, αδιάκοπα, ακατάπαυστα, με τρόπο που συμβαίνει ή υπάρχει για ένα χρονικό διάστημα χωρίς να διακόπτεται
    ⮡  He is continuously busy.
    Είναι συνεχώς απασχολημένος.
    ⮡  She is continuously complaining.
    Διαρκώς προπονείται.
    ⮡  It has been snowing continuously for the last few days.
    Τις τελευταίες μέρες χιονίζει αδιάκοπα.
    ⮡  He worked continuously all his lifetime.
    Εργάστηκε αδιάκοπα ολόκληρη τη ζωή του.
    ⮡  Language is continuously evolving.
    Η γλώσσα εξελίσσεται αδιάκοπα.
    ⮡  He spoke continuously for hours.
    Μιλούσε ακατάπαυστα επί ώρες.
  2. (ανεπίσημο) επανειλημμένως, με τρόπο που επαναλαμβάνεται πολλές φορές
    ⮡  I continuously asked you not to bother me.
    Επανειλημμένως σου ζήτησα να μη με ενοχλείς.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη repeatedly

Συνώνυμα

επεξεργασία