endlessly
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
endlessly (en)
- ατέλειωτα, αδιάκοπα, πάντα, με τρόπο που συνεχίζεται για πολύ καιρό και φαίνεται να μην τελειώνει
- ⮡ It was raining endlessly.
- Έβρεχε ατέλειωτα.
- ⮡ It has been snowing endlessly for the last few days.
- Τις τελευταίες μέρες χιονίζει αδιάκοπα.
- ⮡ He has been endlessly complaining that they have wronged him.
- Πάντα παραπονιέται ότι τον αδικούν.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις continuously και forever
- ⮡ It was raining endlessly.