forever
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαforever (en) (χωρίς παραθετικά)
- για πάντα, αιώνια, χρησιμοποιείται για να πει ότι μια συγκεκριμένη κατάσταση θα υπάρχει πάντα
- ⮡ Promise us that you will be here forever.
- Υποσχεθείτε μας πως θα είστε εδώ για πάντα.
- ⮡ Forever in our hearts.
- Για πάντα στις καρδιές μας.
- ⮡ I will remember/love him forever.
- Θα τον θυμάμαι/αγαπώ αιώνια.
- ⮡ Promise us that you will be here forever.
- (ανεπίσημο) πολύ καιρό, πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα
- ⮡ I’ve wanted to come since forever.
- Ήθελα να έρθω από καιρό.
- ⮡ I have wanted to talk to you for forever.
- Ήθελα από πολύ καιρό να σου μιλήσω.
- ⮡ It took me forever.
- Έκανα πολύ καιρό.
- ⮡ I’ve wanted to come since forever.
- (ανεπίσημο) χρησιμοποιείται με ρήματα στα continuous tenses για να πει ότι κάποιος κάνει κάτι πολύ συχνά και με τρόπο που είναι ενοχλητικό για τους άλλους
- ⮡ He’s been forever complaining that they wronged him.
- Πάντα παραπονιέται ότι τον αδικούν.
- ⮡ He’s been forever complaining that they wronged him.