Επίρρημα

επεξεργασία

always (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. πάντοτε, πάντα, παντοτινά, διαρκώς, οποιαδήποτε στιγμή
    There’s always someone at the house.
    Πάντοτε βρίσκεται κάποιος στο σπίτι.
    I always have it with me.
    Το έχω πάντοτε μαζί μου.
    He always stood by them.
    Στάθηκε πάντοτε στο πλευρό τους.
    No matter how careful you are, you are human, and it’s always possible to forget something.
    Όσο και να προσέχεις, άνθρωπος είσαι, πάντοτε κάτι μπορεί να ξεχάσεις.
    Whenever you give out sweets, you always miss me.
    Όταν μοιράζεις γλυκά πάντα με παραλείπεις.
    The first hours after an operation are always critical.
    Οι πρώτες ώρες μετά από μια εγχείρηση είναι πάντα κρίσιμες.
    You should always look through the viewfinder of the camera so you’re sure of what you’re shooting!
    Να κοιτάς διαρκώς μέσα από το βιζέρ της κάμερας για να είσαι σίγουρος ότι γι'αυτό που βγάζεις!
  2. για πάντα, για όλο το μέλλον
    Promise us that you will always be here.
    Υποσχεθείτε μας πως θα είστε εδώ για πάντα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη forever
  3. (can/could always… ή there’s always…) οπωσδήποτε μπορώ να, χρησιμοποιείται για να προτείνει μια πιθανή πορεία δράσης
    You can always try.
    Οπωσδήποτε μπορείτε να δοκιμάσετε.