always
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαalways (en) (χωρίς παραθετικά)
- πάντοτε, πάντα, παντοτινά, διαρκώς, οποιαδήποτε στιγμή
- ↪ There’s always someone at the house.
- Πάντοτε βρίσκεται κάποιος στο σπίτι.
- ↪ I always have it with me.
- Το έχω πάντοτε μαζί μου.
- ↪ He always stood by them.
- Στάθηκε πάντοτε στο πλευρό τους.
- ↪ No matter how careful you are, you are human, and it’s always possible to forget something.
- Όσο και να προσέχεις, άνθρωπος είσαι, πάντοτε κάτι μπορεί να ξεχάσεις.
- ↪ Whenever you give out sweets, you always miss me.
- Όταν μοιράζεις γλυκά πάντα με παραλείπεις.
- ↪ The first hours after an operation are always critical.
- Οι πρώτες ώρες μετά από μια εγχείρηση είναι πάντα κρίσιμες.
- ↪ You should always look through the viewfinder of the camera so you’re sure of what you’re shooting!
- Να κοιτάς διαρκώς μέσα από το βιζέρ της κάμερας για να είσαι σίγουρος ότι γι'αυτό που βγάζεις!
- ↪ There’s always someone at the house.
- για πάντα, για όλο το μέλλον
- (can/could always… ή there’s always…) οπωσδήποτε μπορώ να, χρησιμοποιείται για να προτείνει μια πιθανή πορεία δράσης
- ↪ You can always try.
- Οπωσδήποτε μπορείτε να δοκιμάσετε.
- ↪ You can always try.