πάντοτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πάντοτε < αρχαία ελληνικήπάντοτε
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpan.do.te/
Επίρρημα επεξεργασία
πάντοτε (χρονικό)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πάντοτε
→ δείτε τη λέξη πάντα |