Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παντοτινός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παντοτιν
ός
η
παντοτιν
ή
το
παντοτιν
ό
γενική
του
παντοτιν
ού
της
παντοτιν
ής
του
παντοτιν
ού
αιτιατική
τον
παντοτιν
ό
την
παντοτιν
ή
το
παντοτιν
ό
κλητική
παντοτιν
έ
παντοτιν
ή
παντοτιν
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παντοτιν
οί
οι
παντοτιν
ές
τα
παντοτιν
ά
γενική
των
παντοτιν
ών
των
παντοτιν
ών
των
παντοτιν
ών
αιτιατική
τους
παντοτιν
ούς
τις
παντοτιν
ές
τα
παντοτιν
ά
κλητική
παντοτιν
οί
παντοτιν
ές
παντοτιν
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παντοτινός
<
πάντοτε
+
-ινός
Επίθετο
επεξεργασία
παντοτινός, -ή, -ό
που διαρκεί για
πάντα
Συνώνυμα
επεξεργασία
αιώνιος
Αντώνυμα
επεξεργασία
πρόσκαιρος
εφήμερος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παντοτινός
γαλλικά
:
éternel
(fr)
, de
toujours
(fr)
ιταλικά
:
perenne
(it)
,
eterno
(it)
,
perpetuo
(it)