éternel
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éternel | éternels |
θηλυκό | éternelle | éternelles |
éternel (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éternel | éternels |
θηλυκό | éternelle | éternelles |
éternel (fr)