προαιώνιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προαιώνιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προαιώνιος.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + αιώνιος
Επίθετο
επεξεργασίαπροαιώνιος, -α, -ο
- που υπάρχει εδώ και πολλούς αιώνες, από πολύ καιρό πριν
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ προαιώνιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας