Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παμπάλαιος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παμπάλαι
ος
η
παμπάλαι
η
&
παμπάλαι
α
το
παμπάλαι
ο
γενική
του
παμπάλαι
ου
της
παμπάλαι
ης
&
παμπάλαι
ας
του
παμπάλαι
ου
αιτιατική
τον
παμπάλαι
ο
την
παμπάλαι
η
&
παμπάλαι
α
το
παμπάλαι
ο
κλητική
παμπάλαι
ε
παμπάλαι
η
&
παμπάλαι
α
παμπάλαι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παμπάλαι
οι
οι
παμπάλαι
ες
τα
παμπάλαι
α
γενική
των
παμπάλαι
ων
των
παμπάλαι
ων
των
παμπάλαι
ων
αιτιατική
τους
παμπάλαι
ους
τις
παμπάλαι
ες
τα
παμπάλαι
α
κλητική
παμπάλαι
οι
παμπάλαι
ες
παμπάλαι
α
Κατηγορία
όπως «
δίκαιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παμπάλαιος
<
αρχαία ελληνική
Επίθετο
επεξεργασία
παμπάλαιος, -η/-α, -ο
πάρα πολύ
παλιός
Αντώνυμα
επεξεργασία
ολοκαίνουριος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παμπάλαιος
γαλλικά
:
antique
(fr)
,
très ancien
(fr)
,
vieillot
(fr)